Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impostóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imposˈtore]

1 απατεώνας
2 αγύρτης
3 κάλπης
4 τσαρλατάνος
5 κομπογιαννίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imposto impostura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imposta, imposta (θηλ.ουσ)
impostare (ρ. μτβ.)
impostarsi (ρ.μ. (αντων.))
impostazione (θηλ.ουσ)
imposto (επίθ.)
impostore (ουσ αρσ )
impostura (θηλ.ουσ)
impotente (ουσ αρσ )
impotente (επίθ.)
impotenza (θηλ.ουσ)
impoverimento (ουσ αρσ )
impoverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---