Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impratichìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impratiˈkire]

1 ενασκώ
2 εκπαιδεύω
3 εκγυμνάζω
4 γυμνάζω
5 ασκώ
6 εξασκώ

impratichìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impratiˈkirsi]

1 γυμνάζομαι
2 ασκούμαι
3 εξασκούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impraticabilità impratichito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impoverimento (ουσ αρσ )
impoverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---