Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impregiudicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impreʤudiˈkato]

1 απροκατάληπτος
2 αμερόληπτος
3 ανεπηρέαστος
4 αδέκαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impreciso impregnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )
imprescindibile (επίθ.)
imprescrittibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---