Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impregnàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impreɲˈɲare]

1 μουσκεύω
2 εμποτίζω
3 κορεννύω
4 διαποτίζω
5 γκαστρώνω
6 διαβρέχω
7 γεμίζω
8 γονιμοποιώ
9 καθιστώ έγκυο

impregnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impreɲˈɲarsi]

1 διαβρέχομαι
2 διαποτίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impregiudicato impregnazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )
imprescindibile (επίθ.)
imprescrittibile (επίθ.)
imprescrittibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---