Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprecisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impreʧiˈzjone]

1 ανακριβολογία
2 έλλειψη ακρίβειας
3 ανακρίβεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprecisato impreciso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---