Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprecàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impreˈkare]

1 αναθεματίζω
2 καταριέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impratichito imprecativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---