Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impregnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impreɲɲatˈtsjone]

1 κόρος
2 τροφοδοσία αγοράς μέχρι κόρου
3 γονιμοποίηση
4 εμποτισμός
5 διαποτισμός
6 κορεσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impregnarsi impremeditato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )
imprescindibile (επίθ.)
imprescrittibile (επίθ.)
imprescrittibilità (θηλ.ουσ)
impresentabile (επίθ.)
impressionabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---