ItalianoGreco


impregnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impreɲɲatˈtsjone]

1 κόρος
2 τροφοδοσία αγοράς μέχρι κόρου
3 γονιμοποίηση
4 εμποτισμός
5 διαποτισμός
6 κορεσμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---