Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impresàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impreˈsarjo]

1 ιμπρεσάριος
2 θεατρώνης
3 παραγωγός
4 ανάδοχος
5 επιχειρηματίας
6 εργολάβος
7 υποκατασκευαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impresa imprescindibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )
imprescindibile (επίθ.)
imprescrittibile (επίθ.)
imprescrittibilità (θηλ.ουσ)
impresentabile (επίθ.)
impressionabile (επίθ.)
impressionabilità (θηλ.ουσ)
impressionante (επίθ.)
impressionare (ρ. μτβ.)
impressionarsi (ρ.μ. (αντων.))
impressionato (επίθ.)
impressione (θηλ.ουσ)
impressionismo (ουσ αρσ )
impressionista (ουσ αρσ και θηλ.)
impressionista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---