Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impressionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impressjoˈnato]

1 εντυπωσιασμένος
2 εκτεθειμένος
3 σοκαρισμένος
4 φοβισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impressionarsi impressione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impressionabile (επίθ.)
impressionabilità (θηλ.ουσ)
impressionante (επίθ.)
impressionare (ρ. μτβ.)
impressionarsi (ρ.μ. (αντων.))
impressionato (επίθ.)
impressione (θηλ.ουσ)
impressionismo (ουσ αρσ )
impressionista (ουσ αρσ και θηλ.)
impressionista (επίθ.)
impressionistico (επίθ.)
impresso (επίθ.)
impressore (ουσ αρσ )
imprestare (ρ. μτβ.)
imprestito (ουσ αρσ )
imprevedibile (επίθ.)
impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---