Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impressionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impressjoˈnare]

εντυπωσιάζω

impressionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impressjoˈnarsi]

1 συγκλονίζομαι
2 εντυπωσιάζομαι
3 τρομάζω
4 εκτίθεμαι
5 σοκάρομαι
6 φοβούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impressionante impressionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprescrittibilità (θηλ.ουσ)
impresentabile (επίθ.)
impressionabile (επίθ.)
impressionabilità (θηλ.ουσ)
impressionante (επίθ.)
impressionare (ρ. μτβ.)
impressionarsi (ρ.μ. (αντων.))
impressionato (επίθ.)
impressione (θηλ.ουσ)
impressionismo (ουσ αρσ )
impressionista (ουσ αρσ και θηλ.)
impressionista (επίθ.)
impressionistico (επίθ.)
impresso (επίθ.)
impressore (ουσ αρσ )
imprestare (ρ. μτβ.)
imprestito (ουσ αρσ )
imprevedibile (επίθ.)
impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---