Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprèstito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈprɛstito]

δάνειο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprestare imprevedibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impressionista (επίθ.)
impressionistico (επίθ.)
impresso (επίθ.)
impressore (ουσ αρσ )
imprestare (ρ. μτβ.)
imprestito (ουσ αρσ )
imprevedibile (επίθ.)
impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---