Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprigionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impriʤoˈnato]

1 δεμένος
2 δεσμώτης
3 δέσμιος
4 έγκλειστος
5 φυλακισμένος
6 εγκάθειρκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprigionare imprimatur  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---