Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimproduttività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [improduttiviˈta] 1 χαμηλή παραγωγικότητα 2 έλλειψη παραγωγικότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |