Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


improntàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impronˈtare]

1 τυπώνω
2 εκτυπώνω
3 αποτυπώνω
4 εντυπώνω
5 σημαδεύω
6 σταμπάρω
7 αφήνω τα ίχνη μου

improntarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impronˈtarsi]

παίρνω την έκφραση (του)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impronta improntato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)
improntitudine (θηλ.ουσ)
impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)
improvvisamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---