Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


improvvidènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [improvviˈdɛntsa]

απρονοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improrogabile improvvido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)
improvvisamente (επίρ.)
improvvisare (ρ. μτβ.)
improvvisarsi (ρ.μ. (αντων.))
improvvisata (θηλ.ουσ)
improvvisatore (αρσ. επίθ και ουσ)
improvvisazione (θηλ.ουσ)
improvviso (ουσ αρσ )
improvviso (επίθ.)
imprudente (ουσ αρσ και θηλ.)
imprudente (επίθ.)
imprudentemente (επίρ.)
imprudenza (θηλ.ουσ)
impubblicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---