Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprudènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impruˈdɛnte]

1 αδιάκριτος άνθρωπος
2 άμυαλος άνθρωπος

imprudènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impruˈdɛnte]

απερίσκεπτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improvviso imprudentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

improvvisata (θηλ.ουσ)
improvvisatore (αρσ. επίθ και ουσ)
improvvisazione (θηλ.ουσ)
improvviso (ουσ αρσ )
improvviso (επίθ.)
imprudente (ουσ αρσ και θηλ.)
imprudente (επίθ.)
imprudentemente (επίρ.)
imprudenza (θηλ.ουσ)
impubblicabile (επίθ.)
impube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impubere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impudente (ουσ αρσ και θηλ.)
impudente (επίθ.)
impudenza (θηλ.ουσ)
impudicizia (θηλ.ουσ)
impudico (επίθ.)
impugnabile (επίθ.)
impugnabilità (θηλ.ουσ)
impugnare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---