Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimprudènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [impruˈdɛnte] 1 αδιάκριτος άνθρωπος 2 άμυαλος άνθρωπος imprudènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impruˈdɛnte] απερίσκεπτος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |