Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impudicìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impudiˈʧittsja]

1 έλλειψη σεμνότητας
2 ακοσμία
3 ατόπημα
4 γαὶδουριά
5 απρέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impudenza impudico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impubere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impudente (ουσ αρσ και θηλ.)
impudente (επίθ.)
impudenza (θηλ.ουσ)
impudicizia (θηλ.ουσ)
impudico (επίθ.)
impugnabile (επίθ.)
impugnabilità (θηλ.ουσ)
impugnare (ρ.αμτβ.)
impugnare (ρ. μτβ.)
impugnatore (ουσ αρσ )
impugnatura (θηλ.ουσ)
impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )
impune (επίθ.)
impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---