Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impudènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impuˈdɛnte]

1 αυθάδης άνθρωπος
2 ξετσίπωτος άνθρωπος

impudènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impuˈdɛnte]

1 ξεδιάντροπος
2 ασύνετος
3 ξετσίπωτος
4 αναιδής
5 ασύστολος
6 αδιάντροπος
7 αναίσχυντος
8 προπέτης
9 προσβλητικός
10 ιταμός
11 αυθάδης
12 θρασύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impubere impudenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprudentemente (επίρ.)
imprudenza (θηλ.ουσ)
impubblicabile (επίθ.)
impube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impubere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impudente (ουσ αρσ και θηλ.)
impudente (επίθ.)
impudenza (θηλ.ουσ)
impudicizia (θηλ.ουσ)
impudico (επίθ.)
impugnabile (επίθ.)
impugnabilità (θηλ.ουσ)
impugnare (ρ.αμτβ.)
impugnare (ρ. μτβ.)
impugnatore (ουσ αρσ )
impugnatura (θηλ.ουσ)
impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---