Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpudènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [impuˈdɛntsa] 1 ξετσιπωσιά 2 αδιαντροπιά 3 ξεδιαντροπιά 4 αχρειότητα 5 αισχρότητα 6 αναισχυντία 7 αναίδεια 8 θράσος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |