Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impulsività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impulsiviˈta]

1 παρορμητική διάθεση
2 αυθορμησία
3 αυθόρμητη διάθεση
4 αυθορμητισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impugnazione impulsivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impugnare (ρ.αμτβ.)
impugnare (ρ. μτβ.)
impugnatore (ουσ αρσ )
impugnatura (θηλ.ουσ)
impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )
impune (επίθ.)
impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)
impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)
impuntare (ρ.αμτβ.)
impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntire (ρ. μτβ.)
impuntitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---