Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpulsività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [impulsiviˈta] 1 παρορμητική διάθεση 2 αυθορμησία 3 αυθόρμητη διάθεση 4 αυθορμητισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |