Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impuntàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impunˈtare]

1 τραυλίζω
2 τρεκλίζω
3 ξεραίνεται η γλώσσα μου (από την ομιλία)
4 ψελλίζω
5 κομπιάζω
6 παραπαίω
7 στραβοπατώ

impuntàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impunˈtarsi]

1 κυριεύομαι από πείσμα
2 μουλαρώνω
3 πεισματώνω
4 γινατεύω
5 πεισμώνω
6 σταματώ και αρνούμαι να προχωρήσω
7 κοντοστέκω
8 κωλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impunito impuntatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)
impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)
impuntare (ρ.αμτβ.)
impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntire (ρ. μτβ.)
impuntitura (θηλ.ουσ)
impuntura (θηλ.ουσ)
impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---