Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impuntatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impuntaˈtura]

1 πείσμα
2 επιμονή
3 ξεροκεφαλιά
4 ισχυρογνωμοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impuntarsi impuntigliarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)
impuntare (ρ.αμτβ.)
impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntire (ρ. μτβ.)
impuntitura (θηλ.ουσ)
impuntura (θηλ.ουσ)
impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---