Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imputàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impuˈtare]

1 εξηγώ δείχνοντας την αιτία
2 αποδίδω
3 καταλογίζω
4 προσάπτω
5 κατηγορώ
6 καταφέρομαι
7 επιρρίπτω
8 ασκώ δικαστική δίωξη
9 αιτιώμαι
10 απονέμω
11 προσάπτω κατηγορία
12 θεωρώ (κάποιον) υπεύθυνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imputabilità imputato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )
imputridire (ρ.αμτβ.)
imputridire (ρ. μτβ.)
imputridito (επίθ.)
impuzzolentire (ρ. μτβ.)
in (πρόθ.)
in– (πρθμ.)
inabbordabile (επίθ.)
inabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inabilità (θηλ.ουσ)
inabilitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---