Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinabilitànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inabiliˈtante] 1 κρίνων κάποιον ακατάλληλο 2 που καθιστά ανίκανο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |