Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inabissàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inabisˈsare]

1 βαραθρώνω
2 καταποντίζω
3 βυθίζω
4 καταβαραθρώνω

inabissàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inabisˈsarsi]

1 βυθίζομαι
2 καταποντίζομαι
3 βαραθρώνομαι
4 καταβαραθρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inabissamento inabissato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inabilità (θηλ.ουσ)
inabilitante (επίθ.)
inabilitare (ρ. μτβ.)
inabilitazione (θηλ.ουσ)
inabissamento (ουσ αρσ )
inabissare (ρ. μτβ.)
inabissarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inabissato (επίθ.)
inabitabilità (θηλ.ουσ)
inabitato (επίθ.)
inabrogabile (επίθ.)
inaccessibile (επίθ.)
inaccessibilità (θηλ.ουσ)
inaccettabile (επίθ.)
inaccettabilità (θηλ.ουσ)
inaccordabile (επίθ.)
inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)
inacerbirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---