Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inacerbìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inaʧerˈbire]

1 καταπικραίνω
2 εξοργίζω
3 πικραίνω

inacerbirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inaʧerˈbirsi]

1 χολιάζω
2 αγανακτώ
3 πικραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inaccostabile inacetire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaccessibilità (θηλ.ουσ)
inaccettabile (επίθ.)
inaccettabilità (θηλ.ουσ)
inaccordabile (επίθ.)
inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)
inacerbirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacidimento (ουσ αρσ )
inacidire (ρ.αμτβ.)
inacidire (ρ. μτβ.)
inacidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacidito (επίθ.)
inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---