Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inacidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inaʧidiˈmento]

1 στενοχώρια
2 χόλιασμα
3 ξίνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inacetire inacidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaccordabile (επίθ.)
inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)
inacerbirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacidimento (ουσ αρσ )
inacidire (ρ.αμτβ.)
inacidire (ρ. μτβ.)
inacidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacidito (επίθ.)
inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---