Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinacidiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inaʧidiˈmento] 1 στενοχώρια 2 χόλιασμα 3 ξίνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |