Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inadeguàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inadeˈgwato]

1 πενιχρός
2 τσιγκούνικος
3 μίζερος
4 ελλιπής
5 λίγος
6 σποραδικός
7 γλίσχρος
8 ανεπαρκής
9 λιγοστός
10 ισχνός
11 σπάνιος
12 ανεπαρκής στη ζήτηση
13 δυσεύρετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inadeguatezza inadempibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)
inadempienza (θηλ.ουσ)
inadempimento (ουσ αρσ )
inadempito (επίθ.)
inadempiuto (επίθ.)
inadoprabile (επίθ.)
inafferrabile (επίθ.)
inafferrabilità (θηλ.ουσ)
inaffidabile (επίθ.)
inaffondabile (επίθ.)
inagibile (επίθ.)
inagibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---