Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inagibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inaʤibiliˈta]

ακαταλληλότητα χρήσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inagibile inagrestire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inafferrabile (επίθ.)
inafferrabilità (θηλ.ουσ)
inaffidabile (επίθ.)
inaffondabile (επίθ.)
inagibile (επίθ.)
inagibilità (θηλ.ουσ)
inagrestire (ρ.αμτβ.)
inagrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inalare (ρ. μτβ.)
inalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
inalatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
inalazione (θηλ.ουσ)
inalberamento (ουσ αρσ )
inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---