Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalterabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inalterabiliˈta]

1 αναλλοίωτη κατάσταση
2 αντίσταση σε τοξικά
3 ιδιότητα του ανεξίτηλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inalterabile inalterato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)
inamidatura (θηλ.ουσ)
inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)
inamovibile (επίθ.)
inamovibilità (θηλ.ουσ)
inane (επίθ.)
inanellamento (ουσ αρσ )
inanellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---