Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinalterabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inalterabiliˈta] 1 αναλλοίωτη κατάσταση 2 αντίσταση σε τοξικά 3 ιδιότητα του ανεξίτηλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |