Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalberàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inalbeˈrare]

1 σηκώνω
2 ανεβάζω τιμή προσφοράς
3 ανυψώνω (με τροχαλία ή βίντζι κλπ)
4 υψώνω
5 υψώνω βιαστικά
6 φυτεύω δέντρα
7 αναδασώνω

inalberarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inalbeˈrarsi]

1 γίνομαι έξω φρενών
2 σηκώνομαι
3 εξοργίζομαι
4 νευριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inalberamento inalienabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inalare (ρ. μτβ.)
inalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
inalatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
inalazione (θηλ.ουσ)
inalberamento (ουσ αρσ )
inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)
inamidatura (θηλ.ουσ)
inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---