Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalveàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inalveˈare]

1 διοχετεύω
2 δημιουργώ σύστημα καναλιών
3 δημιουργώ νέα κανάλια
4 κατευθύνω εκεί που θέλω
5 παροχετεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inalterato inalveazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)
inamidatura (θηλ.ουσ)
inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)
inamovibile (επίθ.)
inamovibilità (θηλ.ουσ)
inane (επίθ.)
inanellamento (ουσ αρσ )
inanellare (ρ. μτβ.)
inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---