ItalianoGreco


inamovibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inamovibiliˈta]

1 αδυναμία μετακίνησης
2 ιδιότητα του αμετακίνητου
3 σταθερότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---