Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inanizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inanitˈtsjone]

1 εξάντληση από δίψα
2 εξάντληση από ασιτία
3 λιμοκτονία
4 εξάντληση από πείνα
5 ασιτία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inanità inanonimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inanellamento (ουσ αρσ )
inanellare (ρ. μτβ.)
inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)
inanità (θηλ.ουσ)
inanizione (θηλ.ουσ)
inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
inappagabile (επίθ.)
inappagamento (ουσ αρσ )
inappagato (επίθ.)
inappellabile (επίθ.)
inappellabilità (θηλ.ουσ)
inappellabilmente (επίρ.)
inappetente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inappetenza (θηλ.ουσ)
inapplicabile (επίθ.)
inapplicabilità (θηλ.ουσ)
inapprendibile (επίθ.)
inapprensibile (επίθ.)
inapprezzabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---