Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inanellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inanellaˈmento]

κατσάρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inane inanellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)
inamovibile (επίθ.)
inamovibilità (θηλ.ουσ)
inane (επίθ.)
inanellamento (ουσ αρσ )
inanellare (ρ. μτβ.)
inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)
inanità (θηλ.ουσ)
inanizione (θηλ.ουσ)
inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
inappagabile (επίθ.)
inappagamento (ουσ αρσ )
inappagato (επίθ.)
inappellabile (επίθ.)
inappellabilità (θηλ.ουσ)
inappellabilmente (επίρ.)
inappetente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inappetenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---