Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inappellabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inappellabiliˈta]

1 τελεσιδικία
2 ανέκκλητη απόφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inappellabile inappellabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
inappagabile (επίθ.)
inappagamento (ουσ αρσ )
inappagato (επίθ.)
inappellabile (επίθ.)
inappellabilità (θηλ.ουσ)
inappellabilmente (επίρ.)
inappetente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inappetenza (θηλ.ουσ)
inapplicabile (επίθ.)
inapplicabilità (θηλ.ουσ)
inapprendibile (επίθ.)
inapprensibile (επίθ.)
inapprezzabile (επίθ.)
inapprodabile (επίθ.)
inappuntabile (επίθ.)
inappurabile (επίθ.)
inarato (επίθ.)
inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---