Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inarˈkare]

1 κυρτώνω στην μέση προς τα έξω
2 κυρτώνω
3 πετσικάρω
4 λυγίζω
5 καμπυλώνω
6 κάμπτω

inarcàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inarˈkarsi]

1 σκύβω
2 κάμπτομαι σε σχήμα τόξου
3 καμπυλώνομαι εκτός ευθείας
4 σχηματίζω τόξο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inarcamento inargentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inapprodabile (επίθ.)
inappuntabile (επίθ.)
inappurabile (επίθ.)
inarato (επίθ.)
inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)
inarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inargentare (ρ. μτβ.)
inargentarsi (ρ.μ. (αντων.))
inargentato (επίθ.)
inargentatura (θηλ.ουσ)
inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)
inaridirsi (ρ.μ. (αντων.))
inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---