ItalianoGreco


inarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inarˈkare]

1 κυρτώνω στην μέση προς τα έξω
2 κυρτώνω
3 πετσικάρω
4 λυγίζω
5 καμπυλώνω
6 κάμπτω

inarcàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inarˈkarsi]

1 σκύβω
2 κάμπτομαι σε σχήμα τόξου
3 καμπυλώνομαι εκτός ευθείας
4 σχηματίζω τόξο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---