Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inarrendévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inarrenˈdevole]

1 αλύγιστος
2 σκληροτράχηλος
3 δύστροπος
4 ανυπάκουος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inarmonico inarrestabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)
inaridirsi (ρ.μ. (αντων.))
inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)
inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inasinirsi (ρ.μ. (αντων.))
inaspettato (επίθ.)
inasprimento (ουσ αρσ )
inasprire (ρ.αμτβ.)
inasprire (ρ. μτβ.)
inasprirsi (ρ.μ. (αντων.))
inasprito (επίθ.)
inastare (ρ. μτβ.)
inattaccabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---