ItalianoGreco


inaspriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inaspriˈmento]

1 χειροτέρευση
2 όξυνση
3 επιδείνωση
4 υποδαύλιση
5 εκτράχυνση
6 αναμόχλευση
7 ένταση
8 ερεθισμός
9 έξαψη παθών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---