Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inattaccàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inattakˈkabile]

1 πέραν πάσης κριτικής
2 απρόσβλητος
3 ακαταμάχητος
4 μη επιλήψιμος
5 απόρθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inastare inattaccabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inasprire (ρ.αμτβ.)
inasprire (ρ. μτβ.)
inasprirsi (ρ.μ. (αντων.))
inasprito (επίθ.)
inastare (ρ. μτβ.)
inattaccabile (επίθ.)
inattaccabilità (θηλ.ουσ)
inattendibile (επίθ.)
inattendibilità (θηλ.ουσ)
inattento (επίθ.)
inattenzione (θηλ.ουσ)
inatteso (επίθ.)
inattinico (επίθ.)
inattitudine (θηλ.ουσ)
inattivare (ρ. μτβ.)
inattivazione (θηλ.ουσ)
inattività (θηλ.ουσ)
inattivo (επίθ.)
inattuabile (επίθ.)
inattuabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---