Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inattivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inattiˈvare]

1 ανενεργοποιώ
2 αδρανοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inattitudine inattivazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inattento (επίθ.)
inattenzione (θηλ.ουσ)
inatteso (επίθ.)
inattinico (επίθ.)
inattitudine (θηλ.ουσ)
inattivare (ρ. μτβ.)
inattivazione (θηλ.ουσ)
inattività (θηλ.ουσ)
inattivo (επίθ.)
inattuabile (επίθ.)
inattuabilità (θηλ.ουσ)
inattuale (επίθ.)
inattualità (θηλ.ουσ)
inaudito (επίθ.)
inaugurale (επίθ.)
inaugurare (ρ. μτβ.)
inauguratore (αρσ. επίθ και ουσ)
inaugurazione (θηλ.ουσ)
inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---