Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inattuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inattuˈale]

1 αρτηριοσκληρωτικός (μεταφορικά)
2 απαρχαιωμένος
3 ξεπερασμένος
4 αναχρονιστικός
5 σκοροφαγωμένος (μεταφορικά)
6 παλαιομοδίτικος
7 ντεμοντέ
8 σκουριασμένος (μεταφορικά)
9 οπισθοδρομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inattuabilità inattualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inattivazione (θηλ.ουσ)
inattività (θηλ.ουσ)
inattivo (επίθ.)
inattuabile (επίθ.)
inattuabilità (θηλ.ουσ)
inattuale (επίθ.)
inattualità (θηλ.ουσ)
inaudito (επίθ.)
inaugurale (επίθ.)
inaugurare (ρ. μτβ.)
inauguratore (αρσ. επίθ και ουσ)
inaugurazione (θηλ.ουσ)
inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)
inavvedutezza (θηλ.ουσ)
inavveduto (επίθ.)
inavvertenza (θηλ.ουσ)
inavvertitamente (επίρ.)
inavvertito (επίθ.)
inavvicinabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---