Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inaudìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inawˈdito]

ανήκουστος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inattualità inaugurale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


è inaudito! = είναι ανήκουστο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inattivo (επίθ.)
inattuabile (επίθ.)
inattuabilità (θηλ.ουσ)
inattuale (επίθ.)
inattualità (θηλ.ουσ)
inaudito (επίθ.)
inaugurale (επίθ.)
inaugurare (ρ. μτβ.)
inauguratore (αρσ. επίθ και ουσ)
inaugurazione (θηλ.ουσ)
inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)
inavvedutezza (θηλ.ουσ)
inavveduto (επίθ.)
inavvertenza (θηλ.ουσ)
inavvertitamente (επίρ.)
inavvertito (επίθ.)
inavvicinabile (επίθ.)
inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---