Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinaudìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inawˈdito] ανήκουστος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαè inaudito! = είναι ανήκουστο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |