Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inauspicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inawspiˈkato]

1 ανεπιθύμητος
2 δυσάρεστος
3 απρόσδεκτος
4 αποτρόπαιος
5 απευκταίος
6 κακοσήμαδος
7 δυσοίωνος
8 γρουσούζικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inaugurazione inavvedutamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaudito (επίθ.)
inaugurale (επίθ.)
inaugurare (ρ. μτβ.)
inauguratore (αρσ. επίθ και ουσ)
inaugurazione (θηλ.ουσ)
inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)
inavvedutezza (θηλ.ουσ)
inavveduto (επίθ.)
inavvertenza (θηλ.ουσ)
inavvertitamente (επίρ.)
inavvertito (επίθ.)
inavvicinabile (επίθ.)
inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---