Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incagliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎˈʎare]

1 εξοκέλλω
2 σκοντάφτω και σταματώ
3 προσαράζω
4 σταματώ

incagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎˈʎare]

1 επιβραδύνω
2 επεμβαίνω εμποδίζοντας
3 καθυστερώ
4 εμποδίζω
5 καθυστερώ και βάζω εμπόδια
6 παρεμποδίζω
7 ανακατεύομαι και εμποδίζω
8 παρακωλύω

incagliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎˈʎarsi]

1 σκοντάφτω και σταματώ
2 σταματώ
3 εξοκέλλω
4 προσαράζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incagliamento incagliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)
incagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliato (επίθ.)
incaglio (ουσ αρσ )
incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)
incalcinatura (θηλ.ουσ)
incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---