Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincallìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkalˈlito] 1 ροζιάρικος 2 κερατώδης 3 που έχει σκληρυνθεί 4 σκληρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |