Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incallìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈlito]

1 ροζιάρικος
2 κερατώδης
3 που έχει σκληρυνθεί
4 σκληρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incallirsi incalorimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)
incamminare (ρ. μτβ.)
incamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---