Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incameraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkameraˈmento]

1 κατάσχεση
2 δήμευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incamerabile incamerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)
incamminare (ρ. μτβ.)
incamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incanalamento (ουσ αρσ )
incanalare (ρ. μτβ.)
incanalatura (θηλ.ουσ)
incancellabile (επίθ.)
incancherire (ρ.αμτβ.)
incancherire (ρ. μτβ.)
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---