Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincameraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkameraˈmento] 1 κατάσχεση 2 δήμευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |