Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incalzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈtsare]

1 επείγω
2 πιέζω
3 είμαι επίμονος

incalzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈtsarsi]

ακολουθώ ο ένας τον άλλο σε γρήγορη εναλλαγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incalzante incamerabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)
incamminare (ρ. μτβ.)
incamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incanalamento (ουσ αρσ )
incanalare (ρ. μτβ.)
incanalatura (θηλ.ουσ)
incancellabile (επίθ.)
incancherire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---