Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incamminàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkammiˈnare]

1 βάζω κάποιον στον σωστό δρόμο
2 ξεπροβοδίζω
3 προπέμπω
4 εξαποστέλλω

incamminàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkammiˈnarsi]

ξεκινώ, αρχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incamiciatura incanaglire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


incamminarsi verso = κατευθύνομαι προς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)
incamminare (ρ. μτβ.)
incamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incanalamento (ουσ αρσ )
incanalare (ρ. μτβ.)
incanalatura (θηλ.ουσ)
incancellabile (επίθ.)
incancherire (ρ.αμτβ.)
incancherire (ρ. μτβ.)
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))
incandescente (επίθ.)
incandescenza (θηλ.ουσ)
incannaggio (ουσ αρσ )
incannare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---