incancrenìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnire]
1 παθαίνω γάγγραινα
2 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
3 γαγγραινιάζω
incancrenirsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnirsi]
1 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
2 γαγγραινιάζω
3 παθαίνω γάγγραινα
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnire]
1 παθαίνω γάγγραινα
2 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
3 γαγγραινιάζω
incancrenirsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnirsi]
1 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
2 γαγγραινιάζω
3 παθαίνω γάγγραινα
permalink
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android