Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incancrenìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnire]

1 παθαίνω γάγγραινα
2 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
3 γαγγραινιάζω

incancrenirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkankreˈnirsi]

1 γίνομαι μανιώδης ή χρόνιος
2 γαγγραινιάζω
3 παθαίνω γάγγραινα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incancherire incandescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incanalare (ρ. μτβ.)
incanalatura (θηλ.ουσ)
incancellabile (επίθ.)
incancherire (ρ.αμτβ.)
incancherire (ρ. μτβ.)
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))
incandescente (επίθ.)
incandescenza (θηλ.ουσ)
incannaggio (ουσ αρσ )
incannare (ρ. μτβ.)
incannata (θηλ.ουσ)
incannatoio (ουσ αρσ )
incannatore (ουσ αρσ )
incannatura (θηλ.ουσ)
incannicciare (ρ. μτβ.)
incannicciata (θηλ.ουσ)
incannicciatura (θηλ.ουσ)
incannucciare (ρ. μτβ.)
incannucciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---